- κοσμοκράτορας
- ο, θηλ. κοσμοκράτειρα (ΑM κοσμοκράτωρ, -ορος)αυτός που κυριαρχεί σε όλο ή σχεδόν σε όλο τον κόσμο, εξουσιαστής τού κόσμου, κυβερνήτης τού κόσμου («η κοσμοκράτειρα Ρώμη»)μσν.(κολακευτικά) ο αυτοκράτοραςαρχ.1. (για πλανήτη) αυτός που διευθύνει τα τού κόσμου, τα γήινα2. διάβολος, σατανάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)-* + -κράτωρ (< κράτος), πρβλ. αυτο-κράτωρ, θαλασσο-κράτωρ].
Dictionary of Greek. 2013.